Γυναίκες Κοινωνιολόγοι: οικογένεια, απασχόληση/υποαπασχόληση και ανεργία στην εποχή της κρίσης
Η εξισορρόπηση, συμφιλίωση ή εναρμόνιση μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής ή διαφορετικά η «εξισορρόπηση της ζωής με την εργασία»1 δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, δεν είναι γυναικείο θέμα ή πρόβλημα, αλλά θέμα και πρόβλημα και των δύο φύλων που συνδέεται με τις «έμφυλες σχέσεις». Ταυτόχρονα δεν αποτελεί θέμα που περιορίζεται στην οργάνωση του χρόνου των γυναικών οι οποίες καλούνται να τον διαχειριστούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στους ρόλους τους ως εργαζόμενες, αλλά και ως υπεύθυνες για την φροντίδα της οικογένειας. Η εμπειρική μελέτη της συμφιλίωσης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής συνήθως έχει ως υποκείμενα γυναίκες εφόσον στην πράξη είναι αυτές που καλούνται, κατά κύριο λόγο, να βρουν τους τρόπους να συνδυάσουν τους πολλαπλούς τους ρόλους και να ανταποκριθούν στις εργασιακές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις, ακόμη και στην περίπτωση όπου οι σύντροφοι ή σύζυγοι μοιράζονται μαζί τους πολλά από τα «βάρη» του σπιτιού και της οικογένειας.
Η έρευνα για τη «συμφιλίωση» εργασιακής και οικογενειακής ζωής σε άνεργες ή υποαπασχολούμενες γυναίκες κοινωνιολόγους εμπεριέχει μιαν αντίφαση: οι γυναίκες αυτές κατά τη χρονική στιγμή διεξαγωγής της συνέντευξης, ως άνεργες, δεν έχουν επαγγελματική ζωή ή λόγω της περιορισμένης απασχόλησής τους έχουν λίγες επαγγελματικές υποχρεώσεις. επομένως η διερεύνηση έπρεπε να καλύψει τρεις πλευρές της εργασιακής τους κατάστασης σε σχέση με τον ρόλο τους στην οικογένεια και τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις: την προηγούμενη εργασιακή εμπειρία για όσες εργάστηκαν στο παρελθόν, τη δυσκολία να ενταχθούν ή να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας στην περίπτωση των σποραδικών ή ευκαιριακών απασχολήσεων, αλλά και την απώλεια της εργασίας ή τη μη δυνατότητα εύρεσης εργασίας, ενδεχομένως και λόγω της δυσκολίας συνδυασμού της επαγγελματική τους ζωής με την οικογενειακή.
Θεωρούμε, όμως, ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να ιδωθούν επίσης μέσα στο πλαίσιο της σχετικά πρόσφατης θεσμοποίησης των σπουδών και του επαγγέλματος του κοινωνιολόγου στη χώρα μας,αλλά και σε συνάρτηση με την «αξία» των συγκεκριμένων σπουδών και του αντίστοιχου πτυχίου στην ελληνική αγορά εργασίας. όι σπουδές στην κοινωνιολογία, όπως έχουμε υποστηρίξει ολοκληρώνονται με ένα «ασθενές πτυχίο» το οποίο δεν οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. ειδικά όσους περιορίζονται στον πρώτο κύκλο σπουδών, επειδή οι συγκεκριμένες σπουδές δεν δίνουν στους πτυχιούχους κάποια συγκεκριμένη «τεχνογνωσία», οι σπουδές αυτές τους οδηγούν συχνά σε θέσεις εργασίας οι οποίες δεν απαιτούν αντίστοιχα ειδική τεχνογνωσία, όπως είναι οι μη εξειδικευμένες θέσεις στη διοικητική μηχανή του Κράτους. Έτσι φαίνεται ότι η πλειοψηφία των απόφοιτων των τμημάτων κοινωνιολογίας της χώρας μας δεν κατάφερε να απασχοληθεί ποτέ σε αντικείμενα συναφή με την κοινωνιολογία (ερευνητής, καθηγητής κοινωνιολογίας στη μέση εκπαίδευση κ.λπ.) και ετεροαπασχολείται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε θέσεις διοικητικές, σε διάφορες εργασίες γραφείου ή ασχολείται σε κάτι εντελώς άσχετο με τις συγκεκριμένες σπουδές. Η έρευνά μας βασίστηκε στην υπόθεση εργασίας ότι οι γυναίκες κοινωνιολόγοι προσπαθούν να συνδυάσουν επαγγελματική, προσωπική και οικογενειακή ζωή ξεκινώντας από «μειονεκτική» θέση σε σχέση με τις απόφοιτες άλλων κλάδων σπουδών και ότι η υποαπασχόληση τους συνδέεται με τις συγκεκριμένες σπουδές στην κοινωνιολογία. επιπλέον, η περίοδος της κρίσης των τελευταίων ετών φαίνεται να επιδείνωσε τις συνθήκες για την συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα, εφόσον έπληξε τις περισσότερο «ευάλωτες» ομάδες εργαζόμενων, όπως είναι οι γυναίκες κοινωνιολόγοι που συναντήσαμε, οι οποίες συχνά έβρισκαν μερική απασχόληση, είτε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών είτε συμμετέχοντας σε διάφορα προγράμματα εΣΠα με μικρές συμβάσεις. όι εργασίες αυτές μειώθηκαν δραματικά κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε, λοιπόν, πώς συνδύαζαν ή συνδυάζουν οι γυναίκες αυτές επαγγελματική, προσωπική και οικογενειακή ζωή, αλλά και ποιές είναι οι συγκεκριμένες δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν για να βρουν δουλειά και ταυτόχρονα να ανταποκριθούν και στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Παράλληλα εστιάσαμε και στη βοήθεια που δέχονται σε αυτή τους την προσπάθεια από το οικογενειακό τους περιβάλλον, την ανάγκη στήριξης από δομές κοινωνικής προστασίας, αλλά και στην «κατανομή» των οικογενειακών βαρών μεταξύ συζύγων. Τέλος, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, τόσο σε σχέση με τη δυνατότητα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας των γυναικών κοινωνιολόγων, όσο και με τις αλλαγές που έχουν επέλθει στη ζωή των γυναικών αυτών από την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα.
- ΣΥΓΓΡΑΦΕIΣ: Χατζηγιάννη Α.
- ΕΤΟΣ: 2017
- ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: Συμβολές σε συλλογικούς τόμους
- ΓΛΩΣΣΑ: Ελληνικά