Αποτίμηση και σχεδιασμός δημοσίων πολιτικών στον τομέα των αστικών αναπλάσεων.
Αντικείμενο μελέτης του δεύτερου μέρους, αποτελεί η δημόσια πολιτική στον τομέα του αστικού σχεδιασμού και ειδικότερα των αστικών αναπλάσεων, όπως σχεδιάζεται και υλοποιείται σήμερα στην Ελλάδα. Η ανάλυση, δομείται σε τέσσερις διακριτές ενότητες. Αρχικά, περιγράφονται η υφιστάμενη κατάσταση, μέσα από την καταγραφή των παραγόντων που διαμόρφωσαν την πολιτική αστικών αναπλάσεων στον ελληνικό χώρο, των δομικών ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού συστήματος και επιλεγμένων πρακτικών και παρεμβάσεων. Στη συνέχεια, γίνεται η ανάλυση της δημόσιας πολιτικής, εκκινώντας από το περιεχόμενο και το ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής και εστιάζοντας ακολούθως στη διαδικασία σχεδιασμού, εφαρμογής και παρακολούθησης / αξιολόγησης. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τις δομές και τους αρμόδιους θεσμούς, τις θεσμικά προβλεπόμενες διαδικασίες και εργαλεία, τις σχέσεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, τις διαδικασίες συμμετοχής και διαβούλευσης, τους χρηματοδοτικούς πόρους κ.ά. Ως κατάληξη, εντοπίζονται και καταγράφονται τα βασικά προβλήματα της διαδικασίας δημόσιας πολιτικής. Το τρίτο μέρος εστιάζει στην αναζήτηση και την καταγραφή καλών πρακτικών από τη διεθνή εμπειρία, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως παραδείγματα για τη βελτίωση των εθνικών διαδικασιών στον τομέα των αστικών αναπλάσεων. Τέλος, η μελέτη προχωράει στη διατύπωση μιας δέσμης πρακτικών προτάσεων και κατευθύνσεων πολιτικής, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που επισημάνθηκαν και να βελτιώσουν τόσο την διαδικασία της πολιτικής όσο και τα αποτελέσματά της στο χώρο. Από την έρευνα διαπιστώνεται ότι το πλαίσιο της πολιτικής αναπλάσεων στη χώρα είναι ελλειμματικό και προβληματικό. Εκκινώντας από το σχεδιασμό και το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό της πολιτικής μέχρι και τα στάδια της εφαρμογής και της αξιολόγησης / παρακολούθησης, φαίνεται ότι η προσέγγιση υπολείπεται σημαντικά των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και ευρύτερα διεθνών εξελίξεων. Η πρακτική είναι αποσπασματική και κατά περιπτώσεις «εμπειρική», και περιορίζεται σε αναμορφώσεις του αστικού περιβάλλοντος, σε αντιδιαστολή με τις σύγχρονες προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν την πολυτομεακή φύση των αστικών προβλημάτων και επιδιώκουν την αναμόρφωση του αστικού χώρου με την ταυτόχρονη βελτίωση των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών και με την εμπλοκή πλήθους παικτών και διακυβευματιών. Το βασικό νομοθέτημα για τις αναπλάσεις, εκτός του ότι παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανενεργό, θεωρείται παλιό και αναχρονιστικό και χρήζει ριζικής αναμόρφωσης και επαναπροσδιορισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η καταλληλότητα πολλών προερχόμενων από τη νομοθεσία εργαλείων και μέσων πολεοδομικής επέμβασης, τα οποία έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Στο επίπεδο της εφαρμογής της πολιτικής, πέραν της έλλειψης κατάλληλων πολεοδομικών εργαλείων, σημαντικές αδυναμίες αποτελούν η ελλειμματική κάθετη και οριζόντια ολοκλήρωση, οι αναποτελεσματικές διαδικασίες συμμετοχής και διαβούλευσης και η αδυναμία συνεργασίας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Το τελευταίο συμβάλλει με τη σειρά του στην αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων και πρόσβασης στην ιδιωτική χρηματοδότηση. Τέλος, απουσιάζουν ολοκληρωμένοι μηχανισμοί παρακολούθησης και αξιολόγησης. Αυτό που απαιτείται στην ελληνική περίπτωση είναι η διαμόρφωση ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου πλαισίου θεσμών, κανόνων και διαδικασιών για τις αστικές αναπλάσεις που να καλύπτει όλο το φάσμα της πολιτικής: σύλληψησχεδιασμός, εφαρμογή, παρακολούθηση-αξιολόγηση-ανατροφοδότηση. Στο επίπεδο του σχεδιασμού, προκύπτει σαφώς η ανάγκη στροφής της πολιτικής προς προσεγγίσεις αστικής αναγέννησης / αναζωογόνησης, δηλαδή προς ολοκληρωμένες λύσεις και εξυπηρέτηση πολλαπλών στόχων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναμορφωθεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, με απλοποίηση των προβλεπόμενων από αυτό διαδικασιών, αναθεώρηση των τρόπων διοίκησης, προσαρμογή των μέσων χρηματοδότησης κλπ. Ειδική μέριμνα θα πρέπει να υπάρξει για το σχεδιασμό ή/και ενεργοποίηση πολεοδομικών εργαλείων που να είναι άμεσα αξιοποιήσιμα και προσαρμοσμένα στις ελληνικές ιδιαιτερότητες (π.χ. πολυ-ιδιοκτησία, μικροιδιοκτησία). Η δυνατότητα παρέμβασης στον ιδιωτικό χώρο αποτελεί βασικό ζητούμενο. Η επαναξέταση δομών, θεσμών και αρμοδιοτήτων κρίνεται απαραίτητη. Η κεντρική διοίκηση φαίνεται ότι καλείται να διαδραματίσει ένα ρόλο καθοδηγητή και συντονιστή, θέτοντας το πλαίσιο των σχέσεων με τα κατώτερα επίπεδα διοίκησης και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα. Η τοπική αυτοδιοίκηση από τη μεριά της θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την κινητοποίηση και ενσωμάτωση όλων των παικτών και διακυβευματιών που εμπλέκονται στις διαδικασίες των αστικών αναπλάσεων, αναλαμβάνοντας επομένως έναν ισχυρό και συντονιστικό ρόλο. Τέλος, βασική κατεύθυνση πολιτικής αποτελεί η διαμόρφωση μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης ολοκληρωμένων παρεμβάσεων και πολιτικής, που θα περιλαμβάνει συμφωνημένους στόχους και επιδιώξεις και βασικούς δείκτες απόδοσης που θα υποστηρίζονται από ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία. Αυτή η διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις και να τροφοδοτεί βάσει αυτών το σχεδιασμό της πολιτικής (feedback).