Αποτίμηση και σχεδιασμός δημοσίων πολιτικών στον τομέα του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Στην έρευνα του ΕΚΚΕ για το σχεδιασμό και την αποτίμηση των δημοσίων πολιτικών
στον τομέα του Διαδικτύου στην Ελλάδα, αρχικά διευρύνεται το πεδίο και
εξετάζονται οι πολιτικές για τις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας
(Information and Communication Technology - ICT) γενικότερα, εκκινώντας από την
παραδοχή ότι το διαδίκτυο αποτελεί μέρος των τεχνολογιών αυτών. Στη συνέχεια η
έρευνα εστιάζεται στο πεδίο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης καθώς εκτιμάται ότι
αποτελεί το βασικό πεδίο εφαρμογής των ΤΠΕ για τις δημόσιες πολιτικές και με
σημαντική συμβολή σε κοινωνικο-πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Καταγράφεται η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό χάρτη στο πεδίο
της χρήσης των ΤΠΕ και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης με τη βοήθεια των
δεικτών αποτίμησης της κατάστασης και συγκριτικών στοιχείων που χρησιμοποιούν
η ΕΕ και διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ, ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς
και των στατιστικών στοιχείων της Eurostat. Στην αξιολόγηση αυτή εντοπίζονται οι
δομικές ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα της χώρας μας: επισημαίνεται το βασικό
πρόβλημα υστέρησης στις ψηφιακές δεξιότητες, το χαμηλό επίπεδο ψηφιοποίησης
και οι μέτριες επιδόσεις όσον αφορά τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, με επίπεδο
ωστόσο ενεργών χρηστών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης πάνω από τον μέσο όρο της
ΕΕ.
Επίσης ερευνάται η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των πολιτικών όπως
έχουν καταμετρηθεί μέσω δεικτών και αναφέρονται σε εθνικές Ετήσιες Εκθέσεις
Υλοποίησης των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Ενδεικτικά οι δείκτες
δείχνουν μια αύξηση τόσο των βασικών υπηρεσιών δημόσιας διοίκησης που είναι
πλήρως διαθέσιμες ψηφιακά αλλά και αύξηση των πολιτών και επιχειρήσεων που
τις χρησιμοποιούν το χρονικό διάστημα 2007-2014. Ταυτόχρονα διαπιστώθηκαν
αποκλίσεις και προβλήματα κατά την παρακολούθηση και μέτρηση των δεικτών.
Σημειώνεται η έλλειψη δεικτών αποτελεσματικότητας ανά συγκεκριμένο έργο και
παρακολούθησης της αποδοτικότητας και λειτουργίας του μετά την παράδοσή του.
Κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής της πολιτικής στην Ελλάδα από ευρωπαϊκούς
και διεθνείς φορείς έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες αδυναμίες στο σχεδιασμό,
υλοποίηση, παρακολούθηση, αξιολόγηση και υποστήριξη αυτών των πολιτικών.
Ενδεικτικά ο σχεδιασμός είχε ως κεντρικό σημείο αναφοράς μόνο τα
συγχρηματοδοτούμενα έργα και όχι την ουσιώδη χάραξη και εφαρμογή μιας
κεντρικής στρατηγικής δράσεων. Ταυτοχρόνως απουσίαζε η προτεραιοποίηση
παρεμβάσεων και έργων. Εξαιτίας της ελλιπούς συνεργασίας και επικοινωνίας των
φορέων υπήρχαν επικαλύψεις και επαναλήψεις έργων. Επίσης επειδή δεν υπήρχε
μια ενιαία και κοινή υποδομή τα πληροφοριακά συστήματα χαρακτηρίζονταν από
κατακερματισμό, αποσπασματικότητα και ήταν κλειστά. Τέλος διαπιστώθηκε
δυσκολία παρακολούθησης των στόχων ανά Υπουργείο.
Τούτων δοθέντων κρίθηκε αναγκαία η αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων και η
αλλαγή δομής της διακυβέρνησης και η χώρα αυτοδεσμεύτηκε με την Αιρεσιμότητα
2.1 με τον όρο να αποδεσμευτούν κοινοτικοί πόροι για τις ΤΠΕ μέχρι την εκπλήρωση
συγκεκριμένων όρων. Για το σκοπό αυτό το 2016 εκπονήθηκαν στρατηγικά κείμενα
και σχεδία δράσης με συγκεκριμένες παρεμβάσεις και προτάσεις (Εθνική Ψηφιακή Στρατηγική 2016-2021 και Σχέδιο Υλοποίησης Δράσεων ΤΠΕ). Επίσης συστάθηκε
Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής που υπάγεται στο νεοσυσταθέν Υπουργείο
Ψηφιακής Πολιτικής, Ενημέρωσης και Επικοινωνιών.
Με σκοπό να ερευνηθεί αν η νέα δομή θα μπορέσει να βελτιώσει το σχεδιασμό, την
παρακολούθηση και την αξιολόγηση των πολιτικών, ερευνήθηκαν οι δομές
διαχείρισης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως
δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη πλατφόρμα Joinup στο πλαίσιο
του ευρωπαϊκού προγράμματος ISA (european factsheets). Διαπιστώνεται ότι η
χώρα είναι ανάμεσα σε τρεις μόνο χώρες που έχει διακριτό Υπουργείο Ψηφιακής
Πολιτικής. Επίσης διαπιστώνεται η ανάγκη συνεχούς συνεργασίας εντός και μεταξύ
Υπουργείων. Θα πρέπει να ενθαρρύνεται η διαρκής συμμετοχή φορέων της
αγοράς, της επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας και της κοινωνίας των
πολιτών στο σχεδιασμό πολιτικών και αντιμετώπιση προβλημάτων αντίστοιχα με
άλλες χώρες. Ακόμα απαιτείται βαθιά συνειδητοποίηση ότι πλέον η ηλεκτρονική
διακυβέρνηση έχει καταλυτικό ρόλο στη ψηφιακή ανάπτυξη άρα συνδέεται στενά
με την εθνική οικονομική πολιτική.
Η νέα προσπάθεια σχεδιασμού και υλοποίησης των πολιτικών μέσα από τη νέα
οργανωτική δομή και τις τελευταίες στρατηγικές φαίνεται να είναι προς τη σωστή
κατεύθυνση. Όμως η μετάβαση σε ένα νέο σχήμα που συνοδεύεται από την
κατάργηση αρμοδιοτήτων από φορείς με πολύχρονη εμπειρία δημιουργεί φόβους
για τυχόν καθυστερήσεις στην εφαρμογή και την ομαλή συνέχεια των πολιτικών το
επόμενο διάστημα. Είναι σαφές και κοινώς αποδεκτό ότι για να επιτευχθούν
σημαντικά οφέλη και αποτελέσματα απαιτούνται βαθιές αλλαγές νοοτροπίας και
κουλτούρας σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και κοινωνίας. Αλλαγές που σίγουρα
δεν είναι εύκολες, απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια, θέληση και κόπο που όμως
μπορούν να αντισταθμιστούν με σημαντικά οφέλη και ευκαιρίες το επόμενο
διάστημα.