Αποτίμηση και σχεδιασμός δημοσίων πολιτικών στον τομέα της ενέργειας.
Η παρούσα μελέτη αναλύει και διερευνά το υφιστάμενο πλαίσιο σχεδιασμού και
υλοποίησης της ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα. Κεντρικούς άξονες αποτελούν
η ανάδειξη των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του εγχώριου ενεργειακού
συστήματος, η εμβάθυνση στις διαδικασίες διαμόρφωσης και εφαρμογής των
δημόσιων πολιτικών, ο εντοπισμός καλών πρακτικών και η διατύπωση πρακτικών
μέτρων βελτίωσης και ενίσχυσης της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της
ασκούμενης πολιτικής.
Με σημείο εκκίνησης την αποτύπωση των υφιστάμενων όρων οργάνωσης και
λειτουργίας του ενεργειακού τομέα και του ελληνικού ενεργειακού συστήματος και
των υποσυστημάτων αυτού, το πλαίσιο παραγωγής και υλοποίησης της ενεργειακής
πολιτικής προσεγγίζεται συναρτήσει των στόχων του ευρωπαϊκού και του εγχώριου
στρατηγικού σχεδιασμού. Η αναλυτική καταγραφή των δεδομένων του πεδίου της
ενέργειας λειτουργεί ως βάση προσδιορισμού του τεχνικού και κοινωνικούοικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου εν συνεχεία η κρατική παρέμβαση,
μέσω της δημόσιας πολιτικής, καλείται να εντοπίσει και να απαντήσει σε κρίσιμα
ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση της ενέργειας ως κοινωνικού, οικονομικού και
αναπτυξιακού πόρου. Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνολογία «παραγωγής» της
ενεργειακής πολιτικής προσεγγίζεται ως μια πολυκριτηριακή διαδικασία, η οποία
παράλληλα βρίσκεται σε άμεση αλληλεπίδραση με άλλα πεδία πολιτικής. Κεντρικό
σημείο διερεύνησης αποτελεί ο μεταβαλλόμενος ρόλος του κράτους, ιδίως όπως
αποτυπώνεται στην τάση μετεξέλιξης του ιεραρχικού προτύπου σε περισσότερο
οριζόντιου χαρακτήρα παρεμβάσεις, καθώς και στην ανάδυση και άσκηση των
(νέων) ρυθμιστικών λειτουργιών.
Βάσει της συνδυαστικής προσέγγισης του ενεργειακού τομέα σε τεχνικούςοικονομικούς όρους και σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, η μελέτη επιδιώκει
περαιτέρω την ανάδειξη τυχόν αποκλίσεων, αδυναμιών και ελλείψεων οι οποίες
επιδρούν αρνητικά στην αποτελεσματικότητα της υφιστάμενης ενεργειακής
πολιτικής. Παράλληλα αναζητώνται οι προσδιοριστικοί παράγοντες οι οποίοι
επηρεάζουν τα αποτελέσματα της πολιτικής διαδικασίας. Επιχειρώντας τη
διασύνδεση των χαρακτηριστικών του πλαισίου διαμόρφωσης και εφαρμογής των
πολιτικών με τα διαπιστωθέντα προβλήματα, τελικό ζητούμενο αποτελεί η
διατύπωση προϋποθέσεων και προτάσεων για την ενίσχυση της ποιότητας και της
αποτελεσματικότητας της ενεργειακής πολιτικής.
Το κείμενο που ακολουθεί δομείται κατά αναλογία τεσσάρων διακριτών, ωστόσο
συνεκτικών, θεματικών, οι οποίες συγκροτούν τους βασικούς άξονες μελέτης:
περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης (κεφ.1.1), ανάλυση του κύκλου δημόσιας
πολιτικής (κεφ.1.2), αναζήτηση και καταγραφή καλών πρακτικών (κεφ.1.3) και
διατύπωση πρακτικών προτάσεων και κατευθύνσεων πολιτικής (κεφ.1.4). Στο κεφάλαιο 1.1 περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση στον ενεργειακό τομέα. Η
ανάλυση εστιάζει στον στρατηγικό σχεδιασμό των ασκούμενων πολιτικών και
καταγράφει το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του εθνικού ενεργειακού
συστήματος, τα προβλήματα που παρατηρούνται, τις δεσμεύσεις που απορρέουν
από το ευρωπαϊκό και το διεθνές επίπεδο και τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά
εργαλεία. Εν συνεχεία (κεφάλαιο 1.2), το ενδιαφέρον στρέφεται στη διαδικασία
σχεδιασμού και εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών, η οποία προσεγγίζεται
συναρτήσει των διακριτών σταδίων του κύκλου πολιτικής (policy cycle).
Συγκεκριμένα, αποτυπώνεται το ισχύον θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο στην
Ελλάδα και την ΕΕ, περιγράφονται η δομή και η λειτουργία του πεδίου πολιτικής, οι
αρμόδιοι θεσμοί και τα εργαλεία εφαρμογής, το δίκτυο των εμπλεκόμενων
δρώντων, οι όροι συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων και οι μηχανισμοί ελέγχου
και αξιολόγησης των πολιτικών. Παράλληλα, εντοπίζονται και καταγράφονται οι
περιορισμοί και τα προβλήματα που εμφανίζει η πολιτική διαδικασία,
επισημαίνονται οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες και επιχειρείται η εκτίμηση
του βαθμού αποτελεσματικότητας και ανταπόκρισης των ασκούμενων πολιτικών
συναρτήσει των προδιαγεγραμμένων εθνικών και ευρωπαϊκών στρατηγικών
στόχων.
Το κεφάλαιο 1.3 θέτει στο επίκεντρο την αναζήτηση και την καταγραφή καλών
πρακτικών από τη διεθνή εμπειρία, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
ως παραδείγματα μεταφοράς/διάχυσης πολιτικής για τη βελτίωση των αντίστοιχων
εθνικών διαδικασιών. Μοντέλο αναφοράς αποτελεί η Νορβηγία, ως διεθνώς
αναγνωρισμένο επιτυχές παράδειγμα στον τομέα της ενέργειας. Εν προκειμένω,
περιγράφεται το πλαίσιο στρατηγικής για την ενέργεια, οι περιοχές και οι δράσεις
προτεραιότητας, οι αρμόδιοι θεσμοί και οι βασικοί φορείς και μηχανισμοί
υλοποίησης. Παράλληλα, επιχειρείται η αντιπαραβολή της Νορβηγίας με την
Ελληνική περίπτωση και ο εντοπισμός σημείων απόκλισης και (εν δυνάμει)
σύγκλισης καθώς επίσης και οι δυνατότητες μεταφοράς, προσαρμογής και
αξιοποίησης επιμέρους καλών πρακτικών από τον Νορβηγικό τομέα ενέργειας στην
ελληνική πραγματικότητα.
Τέλος, στο κεφάλαιο 1.4 η μελέτη προχωράει στη γενικότερη διερεύνηση των
προϋποθέσεων ενσωμάτωσης υφιστάμενων επιτυχών μοντέλων και επιλεκτικών
καλών πρακτικών στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα και στη διατύπωση μιας
δέσμης πρακτικών προτάσεων και κατευθύνσεων πολιτικής. Τα προτεινόμενα
εργαλεία αφορούν τόσο την ποιότητα της πολιτικής διαδικασίας, όσο και συνολικά
τη λειτουργία της ενεργειακής αγοράς, λαμβάνοντας υπόψιν τις τεχνικές,
οικονομικές, περιβαλλοντικές, διοικητικές-ρυθμιστικές και κοινωνικές διαστάσεις
των ενεργειακών πολιτικών. Επιπλέον, διερευνώνται οι προϋποθέσεις
συμβατότητας και απόδοσής των υφιστάμενων πρακτικών στα δεδομένα (και τους
περιορισμούς) του εγχώριου ενεργειακού τομέα. Ο προσανατολισμός της μελέτης εμπίπτει στον συνδυασμό της εκτενούς
βιβλιογραφικής επισκόπησης του πλαισίου των ενεργειακών πολιτικών από το
πρόσφατο παρελθόν μέχρι και σήμερα, και στην εμπειρική και αξιολογική
προσέγγιση των συγγραφέων, ενώ συγχρόνως αξιοποιούνται σε σημαντικό βαθμό
θεωρητικά εργαλεία από το πεδίο της ανάλυσης δημόσιας πολιτικής. Σημαντική
συμβολή στον εμπλουτισμό και την εμπειρική επαλήθευση των θέσεων και των
συμπερασμάτων του ερευνητικού έργου είχε η ανατροφοδότηση από
ακαδημαϊκούς, ειδικούς επιστήμονες, ερευνητές και στελέχη φορέων που
εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής στον χώρο
της ενέργειας, μέσω της διοργάνωσης και διεξαγωγής ενός ειδικού θεματικού
εργαστηρίου (Workshop) το οποίο έλαβε χώρα στο ΕΚΚΕ. Η συζήτηση που
αναπτύχθηκε συμπλήρωσε σε ορισμένα σημεία την οπτική των (εξωτερικών)
παρατηρητών και ενίσχυσε την εγκυρότητα των επιχειρημάτων των συγγραφέων
της μελέτης.
Τέλος αποδίδονται πολλές ευχαριστίες προς όλους τους εμπλεκόμενους και τους
συμμετέχοντες στο ερευνητικό έργο για τη χρήσιμη καθοδήγηση και την
παρακολούθηση της υλοποίησής του.