Καλές Πρακτικές στους Τομείς: 1. Της καινοτομίας 2. Των Αστικών Αναπλάσεων 3. Του Διαδικτύου και 4. Της ενέργειας

Η αναζήτηση και η ανάδειξη πολιτικών που με την εφαρμογή τους επιφέρουν αποτελέσματα από κάθε άποψη προσφορότερα ή επειδή διαθέτει μια συγκεκριμένη και συγκροτημένη διαδικασία για τον σχεδιασμό ή την υλοποίηση μιας δράσης Η μελέτη στοχεύει στη διερεύνηση, τον εντοπισμό και την ανάδειξη καλών πρακτικών στις πολιτικές για τη νεοφυή επιχειρηματικότητα. Καλή πρακτική ορίζεται η μέθοδος ή η τεχνική η οποία γίνεται ευρύτερα αποδεκτή ως ιδανικότερη από κάθε άλλη επιλογή, διότι (Bogan and English 1994). Η αναζήτηση και ο εντοπισμός καλών πρακτικών στη δημόσια πολιτική αποτελεί επίσης μια έμμεση μορφή αξιολόγησης πολιτικών, καθώς η ανάδειξη τους προϋποθέτει μια συστηματική και σε βάθος μελέτη του πλαισίου υλοποίησης τους, των χαρακτηριστικών τους και των αποτελεσμάτων που αυτές παρήγαγαν (Dunn 2012). Μια απόπειρα περιγραφής των τρόπων ανάδειξης καλών πρακτικών αποτελεί η μελέτη της Bardach (2011). Η Bardach εξετάζει την ανάλυση της δημόσιας πολιτικής σαν ένα σαφές εγχείρημα επίλυσης ενός προβλήματος ή επίτευξης ενός στόχου. Σε αυτό το πλαίσιο καλές πρακτικές είναι οι παρεμβάσεις που εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα κόστους και κινδύνου αποτυχίας. Με άλλα λόγια είναι οι παρεμβάσεις οι οποίες έχουν την προοπτική προαγωγής του κοινού οφέλους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η σχέση κόστους αποτελέσματος είναι επομένως ένα κρίσιμο κριτήριο για τον ορισμό μιας πρακτικής ως καλής. Ωστόσο, η μέθοδος ανάδειξης καλών πρακτικών δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε ευθύγραμμη, ούτε μοναδική (Boxwell 1994). Δεν υπάρχει με άλλα λόγια μια μοναδική μέθοδος ή κάποια καθιερωμένη συνταγή. Άλλωστε μια τέτοια συνθήκη θα διάβρωνε τον ουσιαστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Η αναζήτηση και ο εντοπισμός καλών πρακτικών είναι μια ανοικτή και δίχως περιορισμούς διαδικασία που διαφοροποιείται αναλόγως της σκοπιμότητας της αξιοποίησης τους. Παρ’ όλα αυτά ο Kaiser επιχείρησε μια ιδεοτυπική κατασκευή της διαδικασίας ανάδειξης καλών πρακτικών. Σύμφωνα με τη μελέτη του το πρώτο βήμα είναι η επιλογή του θέματος και το δεύτερο ο προσδιορισμός της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί. Στη συνέχεια οριοθετούνται οι δυνητικοί φορείς που θα εξεταστούν καθώς επίσης και οι πηγές άντλησης των υπό επεξεργασία στοιχείων. Έπεται η συγκριτική παρατήρηση διαφορετικών περιπτώσεων και των επιδόσεων που εμφανίζουν στο συγκεκριμένο τομέα. Στη φάση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας επιλέγονται οι πρακτικές εκείνες που εμφανίζουν υψηλές επιδόσεις και είναι συμβατές με την περίπτωση που επιδιώκεται να εφαρμοστούν (Fifer and Kaiser 1988). Η ανάδειξη καλών πρακτικών νεοφυούς επιχειρηματικότητας είναι μια αντικειμενικά περίπλοκη διαδικασία. Προϋποθέτει πρωτογενή έρευνα και συστηματική εμβάθυνση για την επισκόπηση ενός εύρους διαφορετικών και πολύπλευρων παρεμβάσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται διαφορετικοί δρώντες, διαφορετικά επίπεδα άσκησης πολιτικής και διαφορετικά χαρακτηριστικά (ενδεικτικά Bonoli and Trein 2015). Τίθεται λοιπόν μια σειρά κρίσιμων περιορισμών όπως η διαθεσιμότητα στοιχείων, η σύγκριση ομοειδών ή συναφών παρεμβάσεων, η χρηματοδότηση ευρωπαϊκών ερευνών με εισροές πληροφοριών από εθνικές εκθέσεις, τα γλωσσικά εμπόδια, κ.α.. Τέτοιου είδους περιορισμοί δεσμεύουν την έρευνα στις πρακτικές νεοφυούς επιχειρηματικότητας, όπως και πολλά άλλα εγχειρήματα συναφούς φιλοσοφίας. Η έλλειψη ενός πλουραλισμού πηγών, κυρίως εξαιτίας του εξαιρετικά πρόσφατου αναδυόμενου ενδιαφέροντος για τον συγκεκριμένο τομέα απασχόλησης αναγκάζει την επικέντρωση και την επεξεργασία των πρακτικών μόνο σε χώρες που διαθέτουν μια πληρότητα ενημέρωσης. Βασική πηγή άντλησης στοιχείων της μελέτης που ακολουθεί είναι ο κόμβος Startup Europe. Εκεί παρατίθενται αναλυτικά στοιχεία για το οικοσύστημα νεοφυούς επιχειρηματικότητας κρατών μελών, χαρακτηριστικά της διοικητικής διάθρωσης των εθνικών δομών έρευνας και καινοτομίας, καθώς και ιστορίες επιτυχίας από νεοφυείς επιχειρήσεις. Σημαντικά συμπληρωματικά στηρίγματα προσφέρονται από τη μελέτη του Eurofound (2016), η οποία καθίσταται εξαιρετικά χρήσιμη τόσο για την επισκόπηση των πολιτικών όσο και για την παροχή ενδείξεων σε γενικό επίπεδο σχετικά με το ποια παραδείγματα παρεμβάσεων θα μπορούσαν να θεωρηθούν καλές πρακτικές. Επίσης στο πλαίσιο της ποσοτικής επεξεργασίας πληροφορίες παρέχονται από το Innovation Union Scoreboard (2016), κυρίως για τα επίπεδα καινοτομίας κάθε χώρας αλλά και από τον κόμβο Startup Europe που διαθέτει ειδικότερα στοιχεία επιδόσεων νεοφυούς επιχειρηματικότητας. Με βάση ένα συνδυασμό που να προσδίδει επάρκεια στα στοιχεία, παρακάτω αναλύονται σε βάθος με ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους οι πρακτικές νεοφυούς επιχειρηματικότητας σε δώδεκα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ποιοτικός και ο ποσοτικός συνδυασμός της ανάλυσης προκρίνει ορισμένες καλές πρακτικές, οι οποίες αναφέρονται στο τρίτο και τελευταίο μέρος της μελέτης. 

  • ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Ν. Γεωργαράκης
  • ΕΤΟΣ: 2017
  • ΤΥΠΟΣ: Τελική Έκθεση
  • ΓΛΩΣΣΑ: Ελληνικά

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΙΣΤΑ